τροπάριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τροπάριο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τροπάριον < αρχαία ελληνική τρόπ(ος) στη σημασία: μουσικός τρόπος  + υποκοριστικό επίθημα -άριον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τροπάριον ουδέτερο