τροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροπή | οι | τροπές |
γενική | της | τροπής | των | τροπών |
αιτιατική | την | τροπή | τις | τροπές |
κλητική | τροπή | τροπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροπή < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροπή θηλυκό
- μεταβολή σε κάτι άλλο
- η τροπή κλάσματος σε δεκαδικό
- εξέλιξη.
- στη συνέχεια τα πράγματα πήραν περίεργη τροπή
- αλλαγή
- ο παίκτης που σκόραρε έδωσε μια άλλη τροπή στην εξέλιξη του ματς