τροπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροπή οι τροπές
      γενική της τροπής των τροπών
    αιτιατική την τροπή τις τροπές
     κλητική τροπή τροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροπή < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροπή θηλυκό

  1. η μεταβολή σε κάτι άλλο
    η τροπή κλάσματος σε δεκαδικό
  2. η εξέλιξη
    στη συνέχεια τα πράγματα πήραν περίεργη τροπή
  3. η αλλαγή
    ο παίκτης που σκόραρε έδωσε μια άλλη τροπή στην εξέλιξη του ματς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]