τροπική νύχτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροπική νύχτα | οι | τροπικές νύχτες |
γενική | της | τροπικής νύχτας | των | τροπικών νυχτών |
αιτιατική | την | τροπική νύχτα | τις | τροπικές νύχτες |
κλητική | τροπική νύχτα | τροπικές νύχτες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροπική νύχτα < → δείτε τις λέξεις τροπική και νύχτα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tropical night
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
τροπική νύχτα θηλυκό
- (μετεωρολογία) η νύχτα κατά τη διάρκεια της οποίας η θερμοκρασία δεν πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς Κελσίου (κατά έχει ως συνέπεια μια κλιματολογική κατάσταση που προκαλεί δυσφορία στους ανθρώπους)[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροπική νύχτα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Βλ. ορισμό στην «περιγραφή» της καταχώρισης του: Ελευθερία Τσινιάρη, Χωροχρονική κατανομή των τροπικών νυχτών στην Ελλάδα. Επίδραση της ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας και των συνοπτικών μετεωρολογικών ανωμαλιών, μεταπτυχιακή διατριβή (Αθήνα: ΕΚΠΑ, 2014). Στον ιστότοπο ΟpenΑrchives.gr· πρόσβαση: 2021-06-26.
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)