τροπονίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροπονίνη (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική troponin < περικοπή του tropomyosin < αρχαία ελληνική τρόπος + αγγλική myosin < αρχαία ελληνική μῦς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tro.poˈni.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐πο‐νί‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροπονίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, ιατρική) σύμπλεγμα τριών ρυθμιστικών πρωτεϊνών που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της μυϊκής συστολής στους σκελετικούς μύες και τον καρδιακό μυ. Το επίπεδο της τροπονίνης στο αίμα χρησιμοποιείται συχνά ως δείκτης καρδιακής βλάβης.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τροπονίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)