τροποποιητής πρόσβασης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροποποιητής πρόσβασης < → δείτε τις λέξεις τροποποιητής και τύπος
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
τροποποιητής πρόσβασης
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) τροποποιητής που εφαρμόζεται στα δεδομένα (member variables) και στις μεθόδους μιας κλάσης προσδιορίζοντας την προσβασιμότιτά τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροποποιητής πρόσβασης