τροποποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροποποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τροποποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

τροποποιούμαι

  • με αλλάζουν ή αλλάζω, υφίσταμαι τροποποιήσεις, μεταβολές

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]