τροπωτήρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροπωτήρα οι τροπωτήρες
      γενική της τροπωτήρας των τροπωτήρων
    αιτιατική την τροπωτήρα τις τροπωτήρες
     κλητική τροπωτήρα τροπωτήρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροπωτήρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τροπωτήρ (αρσενικό) από την αιτιατική ενικού «τὸν τροπωτῆρα» με μεταπλασμό σε θηλυκό. → δείτε και τη λέξη τροπός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /τɾo.poˈti.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐πω‐τή‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροπωτήρα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]