τροτσκίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροτσκίστρια < τροτσκιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾot͡sˈci.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τροτσ‐κί‐στρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροτσκίστρια θηλυκό
- θηλυκό του τροτσκιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τροτσκιστής
τροτσκίστρια