τροτσκιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροτσκιστής οι τροτσκιστές
      γενική του τροτσκιστή των τροτσκιστών
    αιτιατική τον τροτσκιστή τους τροτσκιστές
     κλητική τροτσκιστή τροτσκιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τροτσκιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική trotskiste. Μορφολογικά, τροτσκ(ισμός) + -ιστής [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾot͡s.ciˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τροτσ‐κι‐στής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τροτσκιστής αρσενικό (θηλυκό τροτσκίστρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]