τροτσκιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροτσκιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική trotskiste. Μορφολογικά, τροτσκ(ισμός) + -ιστής [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾot͡s.ciˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τροτσ‐κι‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροτσκιστής αρσενικό (θηλυκό τροτσκίστρια)
- (πολιτική) ο υποστηρικτής του τροτσκισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε το κύριο όνομα Τρότσκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροτσκιστής
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τροτσκιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιστής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)