τροφοπενία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροφοπενία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροφοπενία θηλυκό
- παθολογική κατάσταση στα φυτά που προέρχεται από την έλλειψη θρεπτικών στοιχείων
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροφοπενία
|