τροχασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροχασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροχασμός αρσενικό
- είδος βηματισμού των αλόγων κατά τον οποίο το άλογο κινεί τα δύο διαγώνια πόδια του ταυτόχρονα