τροχασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

αναβάτρια σε άλογο που εκτελεί τροχασμό (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχασμός οι τροχασμοί
      γενική του τροχασμού των τροχασμών
    αιτιατική τον τροχασμό τους τροχασμούς
     κλητική τροχασμέ τροχασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχασμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροχασμός αρσενικό

  • είδος βηματισμού των αλόγων κατά τον οποίο το άλογο κινεί τα δύο διαγώνια πόδια του ταυτόχρονα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]