τροχαϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροχαϊκός η τροχαϊκή το τροχαϊκό
      γενική του τροχαϊκού της τροχαϊκής του τροχαϊκού
    αιτιατική τον τροχαϊκό την τροχαϊκή το τροχαϊκό
     κλητική τροχαϊκέ τροχαϊκή τροχαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροχαϊκοί οι τροχαϊκές τα τροχαϊκά
      γενική των τροχαϊκών των τροχαϊκών των τροχαϊκών
    αιτιατική τους τροχαϊκούς τις τροχαϊκές τα τροχαϊκά
     κλητική τροχαϊκοί τροχαϊκές τροχαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχαϊκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τροχαϊκός

Επίθετο[επεξεργασία]

τροχαϊκός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]