τροχιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τροχιακός, -ή, -ό
- (φυσική, αστρονομία) ο σχετικός με τροχιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροχιακός
|