τροχιοδρομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροχιοδρομικός η τροχιοδρομική το τροχιοδρομικό
      γενική του τροχιοδρομικού της τροχιοδρομικής του τροχιοδρομικού
    αιτιατική τον τροχιοδρομικό την τροχιοδρομική το τροχιοδρομικό
     κλητική τροχιοδρομικέ τροχιοδρομική τροχιοδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροχιοδρομικοί οι τροχιοδρομικές τα τροχιοδρομικά
      γενική των τροχιοδρομικών των τροχιοδρομικών των τροχιοδρομικών
    αιτιατική τους τροχιοδρομικούς τις τροχιοδρομικές τα τροχιοδρομικά
     κλητική τροχιοδρομικοί τροχιοδρομικές τροχιοδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχιοδρομικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τροχιοδρομικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]