τρυκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρυκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική truc χωρίς απλοποίηση της γραφής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρυκ ουδέτερο άκλιτο
- παρωχημένη γραφή του τρικ, μη απλοποιημένη
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Όροι με παρωχημένη γραφή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)