τρυκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρυκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική truc χωρίς απλοποίηση της γραφής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρυκ ουδέτερο άκλιτο

  • παρωχημένη γραφή του τρικ, μη απλοποιημένη