τρυπάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρυπάω < αρχαία ελληνική τρυπάω / τρυπῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]τρυπάω
- άλλη μορφή του τρυπώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρυπάω - τρυπώ | τρυπούσα | θα τρυπάω - τρυπώ | να τρυπάω - τρυπώ | τρυπώντας | |
β' ενικ. | τρυπάς | τρυπούσες | θα τρυπάς | να τρυπάς | τρύπα - τρύπαγε | |
γ' ενικ. | τρυπάει - τρυπά | τρυπούσε | θα τρυπάει - τρυπά | να τρυπάει - τρυπά | ||
α' πληθ. | τρυπάμε - τρυπούμε | τρυπούσαμε | θα τρυπάμε - τρυπούμε | να τρυπάμε - τρυπούμε | ||
β' πληθ. | τρυπάτε | τρυπούσατε | θα τρυπάτε | να τρυπάτε | τρυπάτε | |
γ' πληθ. | τρυπάν(ε) - τρυπούν(ε) | τρυπούσαν(ε) | θα τρυπάν(ε) - τρυπούν(ε) | να τρυπάν(ε) - τρυπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρύπησα | θα τρυπήσω | να τρυπήσω | τρυπήσει | ||
β' ενικ. | τρύπησες | θα τρυπήσεις | να τρυπήσεις | τρύπα - τρύπησε | ||
γ' ενικ. | τρύπησε | θα τρυπήσει | να τρυπήσει | |||
α' πληθ. | τρυπήσαμε | θα τρυπήσουμε | να τρυπήσουμε | |||
β' πληθ. | τρυπήσατε | θα τρυπήσετε | να τρυπήσετε | τρυπήστε | ||
γ' πληθ. | τρύπησαν τρυπήσαν(ε) |
θα τρυπήσουν(ε) | να τρυπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρυπήσει | είχα τρυπήσει | θα έχω τρυπήσει | να έχω τρυπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τρυπήσει | είχες τρυπήσει | θα έχεις τρυπήσει | να έχεις τρυπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τρυπήσει | είχε τρυπήσει | θα έχει τρυπήσει | να έχει τρυπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρυπήσει | είχαμε τρυπήσει | θα έχουμε τρυπήσει | να έχουμε τρυπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τρυπήσει | είχατε τρυπήσει | θα έχετε τρυπήσει | να έχετε τρυπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τρυπήσει | είχαν τρυπήσει | θα έχουν τρυπήσει | να έχουν τρυπήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρυπάω
|