τρυπιοχέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρυπιοχέρης η τρυπιοχέρα το τρυπιοχέρικο
      γενική του τρυπιοχέρη της τρυπιοχέρας του τρυπιοχέρικου
    αιτιατική τον τρυπιοχέρη την τρυπιοχέρα το τρυπιοχέρικο
     κλητική τρυπιοχέρη τρυπιοχέρα τρυπιοχέρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρυπιοχέρηδες οι τρυπιοχέρες τα τρυπιοχέρικα
      γενική των τρυπιοχέρηδων των τρυπιοχέρικων
    αιτιατική τους τρυπιοχέρηδες τις τρυπιοχέρες τα τρυπιοχέρικα
     κλητική τρυπιοχέρηδες τρυπιοχέρες τρυπιοχέρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυπιοχέρης < τρύπιος και χέρι

Επίθετο[επεξεργασία]

τρυπιοχέρης,α,ικο

  1. που έχουν τρύπες τα χέρια του και αδειάζουν συνέχεια από χρήμα, δεν μπορεί να κάνει οικονομία, ο σπάταλος, όχι απλά ο ανοιχτοχέρης ή ο απλοχέρης
  2. που είναι αδέξιος, του πέφτουν συνεχώς ή συχνά κάτω τα αντικείμενα που μεταφέρει, ο ζημιάρης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]