τρυποφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρυποφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική trypophobia < ελληνιστική κοινή τρῦπα + αρχαία ελληνική φόβος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρυποφοβία θηλυκό
- (ψυχολογία) φοβία για τις τρύπες
- ※ Οι άνθρωποι με τρυποφοβία, μια κατάσταση που συνδέεται με το φόβο των μικρών οπών, ισχυρίστηκαν ότι ο σχεδιασμός του iPhone 11 Pro της Apple εντείνει τη φοβία τους. (www.lifo.gr, 12/9/2019)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρυποφοβία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)