τρυπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τρυπῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυπώ < αρχαία ελληνική τρυπάω / τρυπῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

τρυπώ (παθητική φωνή: τρυπιέμαι)

  1. ανοίγω τρύπα σε κάποιο μέρος
  2. αποκτώ τρύπα
  3. (κατ’ επέκταση) φθείρω
  4. (κατ’ επέκταση) τσιμπώ
  5. (μεταφορικά) ενοχλώ, πληγώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]