τρυπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρυπώνω < τρύπα + -ώνω

τρυπώνω

  1. (προφορικό, αμετάβατο) μπαίνω σε κάποιο μέρος, προκειμένου να κρυφτώ
     αντώνυμα: ξετρυπώνω
  2. (προφορικό, μεταβατικό) τοποθετώ σε κάποιο μέρος κάτι, προκειμένου να το κρύψω
     αντώνυμα: ξετρυπώνω
  3. (προφορικό, αμετάβατο) βρίσκω δουλειά αξιοποιώντας ποικίλες ευκαιρίες
  4. (μεταβατικό) ράβω με πρόχειρες βελονιές, πριν από το γάζωμα
    ※  Τρυπώστε με σχετικά πυκνή βελονιά γύρω-γύρω το ύφασμα (Μια πελότα για τις καρφίτσες σας, periodikocreativity.gr, ανακτήθηκε στις 29/12/2024 [1])

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]