τρυφάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυφάω < τρυφή < θρύπτω + jω

Ρήμα[επεξεργασία]

τρυφάω

  • ζω πολυτελώς, διάγω τρυφηλή ζωή, με ανέσεις και ίσως με ασωτία, είμαι ιδιότροπος, υπερηφανεύομαι. Απαντάται στον αόριστο (συνήθως σύνθετος, ενετρύφησα) και στον παρακείμενο (τετρύφηκα). Οι άλλοι τύποι είναι σπανιότατοι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]