τρυφηλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρυφηλός η τρυφηλή το τρυφηλό
      γενική του τρυφηλού της τρυφηλής του τρυφηλού
    αιτιατική τον τρυφηλό την τρυφηλή το τρυφηλό
     κλητική τρυφηλέ τρυφηλή τρυφηλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρυφηλοί οι τρυφηλές τα τρυφηλά
      γενική των τρυφηλών των τρυφηλών των τρυφηλών
    αιτιατική τους τρυφηλούς τις τρυφηλές τα τρυφηλά
     κλητική τρυφηλοί τρυφηλές τρυφηλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυφηλός < τρυφή + -ηλός

Επίθετο[επεξεργασία]

τρυφηλός -ή -ό


Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]