τρωαδίτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρωαδίτικος η τρωαδίτικη το τρωαδίτικο
      γενική του τρωαδίτικου της τρωαδίτικης του τρωαδίτικου
    αιτιατική τον τρωαδίτικο την τρωαδίτικη το τρωαδίτικο
     κλητική τρωαδίτικε τρωαδίτικη τρωαδίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρωαδίτικοι οι τρωαδίτικες τα τρωαδίτικα
      γενική των τρωαδίτικων των τρωαδίτικων των τρωαδίτικων
    αιτιατική τους τρωαδίτικους τις τρωαδίτικες τα τρωαδίτικα
     κλητική τρωαδίτικοι τρωαδίτικες τρωαδίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρωαδίτικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τρωαδίτικος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]