τρωγλοδύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρωγλοδύτης οι τρωγλοδύτες
      γενική του τρωγλοδύτη των τρωγλοδυτών
    αιτιατική τον τρωγλοδύτη τους τρωγλοδύτες
     κλητική τρωγλοδύτη τρωγλοδύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρωγλοδύτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Τρωγλοδῦται (για κατοίκους της Αφρικής που ζούσαν σε σπηλιές)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾo.ɣloˈði.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρω‐γλο‐δύ‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρωγλοδύτης αρσενικό (θηλυκό τρωγλοδύτισσα)

  1. άνθρωπος που κατοικεί μέσα σε σπηλιά, τρώγλη
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που ζει μέσα σε πρόχειρα καταλύματα
  3. (ζώο)
    1. (πτηνό) ο τρυποκάρυδος ή τρυποφράχτης
    2. (παρωχημένο) ο χιμπατζής

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τρώγλη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]