τρόικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρόικα οι τρόικες
      γενική της τρόικας
    αιτιατική την τρόικα τις τρόικες
     κλητική τρόικα τρόικες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μία τρόικα, λιθογραφία του Aleksander Orlowski, 1819

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρόικα < (άμεσο δάνειο) ρωσική тройка (τρία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρόικα θηλυκό

  1. μεγάλο ρωσικό έλκηθρο ή άμαξα που τη σέρνουν τρία άλογα
  2. λέξη που αντικατέστησε την τριανδρία και δηλώνει ομάδα ή αντιπροσωπεία που αποτελείται από τρία άτομα (στην πολιτική ή γενικά σε υψηλό διοικητικό επίπεδο) και τα οποία συνήθως (αλλά όχι πάντα) προέρχονται από διαφορετικούς φορείς ή ρεύματα ή συνιστώσες
    Συνεπώς, το πραγματικό κόστος του λάθους του ΔΝΤ και της τρόικας είναι το λιγότερο πενταπλάσιο αυτού που εκτίμησε η πανεπιστημιακή έρευνα και ισοδυναμεί με το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών που επιβαρύνει το χρέος του ελληνικού κράτους. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]