τρόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τρόχος | οι | τρόχοι |
γενική | του | τρόχου | των | τρόχων |
αιτιατική | τον | τρόχο | τους | τρόχους |
κλητική | τρόχε | τρόχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρόχος < μεσαιωνική ελληνική τρόχος < αρχαία ελληνική τρέχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρόχος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) (σπάνιο) το θηλαστικό ζώο ασβός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρόχος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)