τρύπιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρύπιος | η | τρύπια | το | τρύπιο |
γενική | του | τρύπιου | της | τρύπιας | του | τρύπιου |
αιτιατική | τον | τρύπιο | την | τρύπια | το | τρύπιο |
κλητική | τρύπιε | τρύπια | τρύπιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρύπιοι | οι | τρύπιες | τα | τρύπια |
γενική | των | τρύπιων | των | τρύπιων | των | τρύπιων |
αιτιατική | τους | τρύπιους | τις | τρύπιες | τα | τρύπια |
κλητική | τρύπιοι | τρύπιες | τρύπια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.pços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρύ‐πιος
Επίθετο[επεξεργασία]
τρύπιος, -α, -ο
- που είναι τρυπημένος, που έχει τρυπήσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τρύπα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τρύπιες είναι οι τσέπες του: που δεν έχει χρήματα, επειδή όσα κερδίζει τα ξοδεύει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρύπιος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τρύπιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)