τσάκισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσάκισμα < τσακίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσάκισμα ουδέτερο
- η συνέπεια του τσακίζω
- κτύπημα, δίπλωση, τραυματισμός
- αλλαγή φωνητικού τόνου
- χορευτική φιγούρα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσάκισμα
|