τσάκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- τσάκωμα έννοια: σύλληψη < τσακώ(νω) + -μα
- τσάκωμα έννοια: καβγάς < τσακώ(νομαι) + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈt͡sa.ko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσά‐κω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσάκωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του τσακώνω, το να κάνεις κάποιον τσακωτό
- η ενέργεια του τσακώνομαι (συνήθως στον πληθυντικό: τσακώματα)
- ≈ συνώνυμα: τσακωμός, διαπληκτισμός, καβγάς, → δείτε και τη λέξη συμπλοκή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- τσάκωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας