τσάπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσάπα οι τσάπες
      γενική της τσάπας των τσαπών
    αιτιατική την τσάπα τις τσάπες
     κλητική τσάπα τσάπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τσάπα
Χωματουργική τσάπα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσάπα < μεσαιωνική ελληνική τσάπα < ιταλική zappa < υστερολατινική sappa (τσάπα) < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈt͡sa.pa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσάπα θηλυκό

  1. εργαλείο για σκάψιμο που έχει ξύλινη λαβή και κάθετα σ’ αυτήν ένα πλατύ και ελαφρά κυρτό μεταλλικό κοφτερό εξάρτημα
    Ἔχω τὴ δικιά μου φιλοδοξία: ν' ἀποχτήσω δικό μου κασμά, δικιά μου τσάπα, δικό μου κλαδευτήρι. (Κοσμάς Πολίτης, Στοῦ Χατζηφράγκου, Αθήνα 1963)
     συνώνυμα: σκαπάνη
  2. εξάρτημα αυτοκινούμενου χωματουργικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για εκσκαφές
  3. (κατ’ επέκταση) (λαϊκότροπο) εκσκαφέας, αυτοκινούμενο μηχάνημα που φέρει το εξάρτημα
    Τέσσερα JCB, μια τσάπα, μία σφύρα και το πυροσβεστικό όχημα του Δήμου […] είχαν προταθεί έξω από το Παλιό Τελωνείο Χανίων, περιμένοντας το σύνθημα για να ξεκινήσει η επιχείρηση κατεδάφισης. (flashnews.gr, 20 Απρ. 2011)
     συνώνυμα: ανάστροφο πτύο, εκσκαφέας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]