τσάρεβιτς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσάρεβιτς < (άμεσο δάνειο) ρωσική царевич (carévič)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσάρεβιτς αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό τσαρέβνα)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- τσαρέβιτς (σύμφωνα με τον τονισμό στα ρωσικά· σπάνιο)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ο τίτλος του διαδόχου του θρόνου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1797 μέχρι το 1917 ήταν τσεσάρεβιτς (цесаревич). Η διαδεδομένη αντίληψη ότι η λέξη τσάρεβιτς σήμαινε τον διάδοχο είναι ανακριβής και, συνεπώς, η χρήση της με αυτή τη σημασία είναι λανθασμένη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)