τσέτουλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈt͡se.tu.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσέ‐του‐λας

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσέτουλας οι τσέτουλες
      γενική του τσέτουλα των τσέτουλων
    αιτιατική τον τσέτουλα τους τσέτουλες
     κλητική τσέτουλα τσέτουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τσέτουλας < τσέτουλ(α) + -ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσέτουλας αρσενικό (σπάνιο)

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τσέτουλα [1]
  2. (αργκό) απένταρος· που ζητάει πάντα από τους άλλους (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    → δείτε και τη λέξη ζήτουλας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

τσέτουλας: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τσέτουλας θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 122. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2023-01-10.