τσέχικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσέχικος < τσεχικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τσέχικος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τσεχικός