τσίκνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσίκνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσίκνα οι τσίκνες
      γενική της τσίκνας των (τσικνών)
    αιτιατική την τσίκνα τις τσίκνες
     κλητική τσίκνα τσίκνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσίκνα < μεσαιωνική ελληνική τσίκνα < αρχαία ελληνική κνῖσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtsi.kna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσί‐κνα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσίκνα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]