τσίλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσίλια | οι | τσίλιες |
γενική | της | τσίλιας | — | |
αιτιατική | την | τσίλια | τις | τσίλιες |
κλητική | τσίλια | τσίλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσίλια θηλυκό
- συνήθως στις φράσεις «είμαι στην τσίλια» και «κρατάω τσίλιες» (βλ. εκφράσεις)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι στην τσίλια: είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα
- κρατάω τσίλιες ή φυλάω τσίλιες: παραφυλάω, εποπτεύω κατά τη διάρκεια παράνομης ή παράτυπης πράξης ή επιχείρησης, μην τυχόν και εμφανιστεί κάποιος που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επιχείρηση και τους συνεργούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)