τσίμα τσίμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈt͡si.ma ˈt͡si.ma/
Επίρρημα[επεξεργασία]
τσίμα τσίμα στη φράση τσίμα τσίμα
- (λαϊκότροπο) άκρη άκρη, με δυσκολία, που δεν είναι αρκετό, φθάνει μόλις και μετά βίας, στο άκρο
- φτάνει τσίμα τσίμα (για ύφασμα, χρήματα, κ.λπ.)
- πάχυνα και η φούστα μού έρχεται τσίμα τσίμα
- με το μικρό μισθό μου τα φέρνουμε βόλτα τσίμα τσίμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσίμα τσίμα