Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
τσίτσιδος
1 γλώσσα
English
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσίτσιδ
ος
η
τσίτσιδ
η
το
τσίτσιδ
ο
γενική
του
τσίτσιδ
ου
της
τσίτσιδ
ης
του
τσίτσιδ
ου
αιτιατική
τον
τσίτσιδ
ο
την
τσίτσιδ
η
το
τσίτσιδ
ο
κλητική
τσίτσιδ
ε
τσίτσιδ
η
τσίτσιδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσίτσιδ
οι
οι
τσίτσιδ
ες
τα
τσίτσιδ
α
γενική
των
τσίτσιδ
ων
των
τσίτσιδ
ων
των
τσίτσιδ
ων
αιτιατική
τους
τσίτσιδ
ους
τις
τσίτσιδ
ες
τα
τσίτσιδ
α
κλητική
τσίτσιδ
οι
τσίτσιδ
ες
τσίτσιδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
τσίτσιδος
<
τσιτσίδι
+
-ος
<
τσιτσί
(
νηπιακή
λέξη
)
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
τσίτσιδος
, -η, -ο
που δεν φορά
ρούχα
,
τελείως
γυμνός
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
θεόγυμνος
ολόγυμνος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τη
λέξη
τσιτσί
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
τσίτσιδος
γαλλικά
:
à poil
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
τσίτσιδος
1 γλώσσα
Προσθήκη θέματος