τσακίρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡saˈci.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐κί‐ρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσακίρης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Τσακίρης (επώνυμο)
- τσακίρικος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- μάλλον δεν έχει ετυμολογική σχέση με το τσακίρ / τσακίρ κέφι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσακίρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)