τσακίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τσακίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσακίζω
- θα τσακίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσακίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τσακίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσάκιση