τσακαλόλυκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσακαλόλυκος < τσακάλι + λύκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσακαλόλυκος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]