τσακωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τσακώνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]τσακωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τσακώνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσακωμένος
|