τσακωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τσακώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
τσακωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τσακώνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσακωμένος
|