τσακώνικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τσακώνικα
      γενική των τσακώνικων
    αιτιατική τα τσακώνικα
     κλητική τσακώνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσακώνικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τσακώνικος στον πληθυντικό < Τσάκωνας / Τσάκονας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡saˈko.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κώ‐νι‐κα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσακώνικα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) η γλώσσα ή διάλεκτος των Τσακώνων. Τα Τσακώνικα προέρχονται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας που όμως διαχρονικά επηρεάστηκε από την Κοινή Ελληνιστική και τους απογόνους της. Ομιλείται στην Τσακωνιά, περιοχή της Κυνουρίας και παλιότερα σε μεμονωμένες περιοχές της Θάλασσας του Μαρμαρά όπου είχαν εγκατασταθεί Τσάκωνες.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]