τσαλακωθεί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]τσαλακωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τσαλακώνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσαλακώνομαι
- θα τσαλακωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσαλακώνομαι