Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσαλακωθεί

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τσαλακωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τσαλακώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσαλακώνομαι
  3. θα τσαλακωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσαλακώνομαι