Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσαλακωθούμε

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τσαλακωθούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσαλακώνομαι
  2. θα τσαλακωθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσαλακώνομαι