Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσαλακώσει

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τσαλακώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τσαλακώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσαλακώνω
  3. θα τσαλακώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσαλακώνω