Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσαλακώσουν

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τσαλακώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσαλακώνω
  2. θα τσαλακώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσαλακώνω