τσαλαπετεινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαλαπετεινός αρσενικό
- (πτηνό), (κοινά) είδος πολύχρωμου πουλιού με λοφίο (Upupa epops),
- πουλί με λοφίο στο κεφάλι
- ο αγριοπετινός
- πουλί με μακρή ράμφος, πλούσιο φτέρωμα εντυπωσιακό λοφίο , μακριά ουρά πορτοκαλί