τσαμπί
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | τσαμπί | τσαμπιά |
γενική | τσαμπιού | τσαμπιών |
αιτιατική | τσαμπί | τσαμπιά |
κλητική | τσαμπί | τσαμπιά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαμπί < μεσαιωνική ελληνική τσαμπί < βενετική zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαμπί ουδέτερο
- (βοτανική) (γεωπονία) ο μίσχος (κοτσάνι) αμπέλου με τις ρώγες σταφυλιών
συνώνυμα: βότρυς
- ένα τσαμπί σταφυλιών μπορεί να φέρει από 8 μέχρι και περισσότερες από 300 ρώγες, αν δεν έχει βληθεί από καιρικά φαινόμενα και ασθένειες
- (βοτανική) (γεωπονία) (κατ’ επέκταση) ο μίσχος (κοτσάνι) φυτού που φέρει σε συμπτυγμένη διάταξη καρπούς κι άλλων φυτών (μπανάνα]]ς κ.λπ.)
- (μεταφορικά) για δήλωση συνωστισμού και πολυκοσμίας