τσαμπουκαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαμπουκαλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική çabukalı
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαμπουκαλής αρσενικό (θηλυκό: τσαμπουκαλού)
- (λαϊκότροπο) αυτός που φέρεται με τσαμπουκά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τσαμπουκάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)