τσαμπουκαλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαμπουκαλίκι | τα | τσαμπουκαλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσαμπουκαλίκι | τα | τσαμπουκαλίκια |
κλητική | τσαμπουκαλίκι | τσαμπουκαλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαμπουκαλίκι < τσαμπουκαλ(ής) + -ίκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαμπουκαλίκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του τσαμπουκαλή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τσαμπουκάς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσαμπουκαλίκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)